αγνάντιο

αγνάντιο
uzaktan görünüm

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγνάντιο — το 1. αντίκρισμα, αγνάντεμα. 2. θέση κατάλληλη γι αγνάντεμα: Ανέβα στ αγνάντιο να δεις καλύτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνάντιος — α, ο [επίρρ. αγνάντια] 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός 2. το ουδ. ως ουσ. το αγνάντιο α) θέα από μακριά, αγνάντεμα β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”